Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφύρωσις — hammering fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφύρωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. σφυρηλασία 2. (κατά τού Ησύχ.) «διάροσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῡρα + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω/ ῶ). Ο τ. είναι αρχαιότερος τού ρ. σφυρῶ] … Dictionary of Greek